- ισομοιρώ
- ἰσομοιρῶ -έω (Α) [ισόμοιρος]1. έχω ίσο μερίδιο, ίση συμμετοχή σε κάτι3. αστρολ. κατέχω ίση θέση, ασκώ την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσομοίρῳ — ἰσόμοιρος sharing equally masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)